- ἐπαναχρέμπτομαι
- ἐπανα-χρέμπτομαι,A expectorate, ib.14.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
επαναχρέμπτομαι — ἐπαναχρέμπτομαι (Α) (αποθ.) με τον βήχα βγάζω φλέγματα, φτύνω φλέγματα … Dictionary of Greek